Μενού
cine apollon
Cine Apollon | Instagram
  • Α-
  • Α+

Μια αυλή ή μια ταράτσα, λίγο χαλίκι, ένα λευκό πανί, γκαζόζα, αρώματα λουλουδιών και θαλασσινός μπάτης, απευθείας φερμένος από τον Θερμαϊκό.

Η ιστορία των θερινών σινεμά μιας απόλυτα κινηματογραφικής πόλης όπως η Θεσσαλονίκη, έχει τα απολύτως απαραίτητα, και πολλά περισσότερα. Έχει χορούς, τραγούδια, πρώτα φιλιά και δάκρυα συγκίνησης.

‘Εχει θεατές που λικνίζονται στο κύμα, ζευγάρια που αγκαλιάζονται στην ψύχρα της νύχτας, κυρίες που βάζουν τα καλά τους, παιδιά που απολαμβάνουν τη γρανίτα τους και γονείς που τσακώνονται για τον Μπουνιουέλ και τον Φελίνι. Έχει αγιόκλημα, αλλά έχει και πνοή από Βαρδάρη...

Το κοινό της πόλης αγάπησε το σινεμά, μαζί και τα θερινά που σε κάποιες εποχές υπήρξαν ο πιο δημοφιλής χώρος συνάθροισης, η αγαπημένη ψυχαγωγία των πάντων: μικρών, μεγάλων και παιδιών, λαϊκών οικογενειών και εκπροσώπων της -τότε- υψηλής κοινωνίας.

Το πρώτο θερινό στον Κήπο του Λευκού Πύργου

Η πρώτη κινηματογραφική προβολή στη Θεσσαλονίκη γίνεται τον Ιούλιο του 1897 στη σάλα του καφέ – μπυραρία «Η Τουρκία», όπου το κοινό παρακολουθεί με έκπληξη κάποιες παράξενες ζωντανεμένες εικόνες σε ταινίες διάρκειας μικρότερης του λεπτού.

Το νέο μέσο ψυχαγωγίας κεντρίζει το ενδιαφέρον και οι προβολές πολλαπλασιάζονται, κυρίως σε καφενεία.

Δεν είναι τυχαίο ότι για πρώτη φορά, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στα Βαλκάνια, το σινεμά αποκτά δική του μόνιμη στέγη στη Θεσσαλονίκη, στο θέατρο Ολύμπια το 1903. Δύο χρόνια μετά έρχεται η ώρα του πρώτου θερινού -πού αλλού;- στον Κήπο του Λευκού Πύργου.

Δεν λειτουργεί ως απλός κινηματογράφος, αλλά ως πολυχώρος συνάθροισης και ψυχαγωγίας, με καφέ, εστιατόριο, θεατρικά δρώμενα και φυσικά προβολές σε ένα ιδανικό περιβάλλον.

Η ανταπόκριση του κοινού είναι τόσο μεγάλη που σύντομα η πόλη «κατακλύζεται» από σινεμά.

Όχι μόνο χειμερινά, αλλά και θερινά, όπως το θερινό «Πατέ» (1912), που σύμφωνα με όσα αναφέρει σε μελέτη του σχετικά με τους κινηματογράφους της Θεσσαλονίκης ο συγγραφέας και σκηνοθέτης Νίκος Θεοδοσίου, για να φανεί ανταγωνιστικό προς τον «Κήπο», προσθέτει στις παροχές του ζυθοπωλείο και ορχήστρα.

Τα θερινά μετατρέπονται σταδιακά σε αγαπημένη μορφή ψυχαγωγίας. Τη δεκαετία του 1930, στην πόλη υπάρχουν πάνω από 50 θερινά σινεμά, που ξεφυτρώνουν σε κάθε γειτονιά, απευθύνονται σε όλη την οικογένεια και ενίοτε συνδυάζουν την προβολή με σκετς, χορευτικά και τραγούδια.

Κουρσάλ: Το πλωτό θερινό, με το γεμάτο αμπάρι

Σταθμός στην ιστορία των θερινών της πόλης είναι το καλοκαίρι του 1925 η εμφάνιση του «Κουρσάλ», του πρώτου πλωτού θερινού, που εκτός από κινηματογραφικές προβολές προσφέρει επίσης φρέσκα ψάρια, κρύα πιάτα, εκλεκτά ποτά και αναψυκτικά, όπως αναφέρει η διαφήμισή του.

Στην αφίσα του το Κουρσάλ καλεί το κοινό να το επισκεφθεί οικογενειακώς, ενώ αυτοσυστήνεται ως «πρωτοφανής αμερικανισμός» (γιέα!).

Μεγάλο ατού του σινεμά, που δημιουργείται από το στήσιμο μιας οθόνης και καθισμάτων πάνω στο κατάστρωμα μιας μαούνας (ή κατά μία άλλη εκδοχή ενός ιστιοφόρου), το απαλό λίκνισμα που προσφέρει στους θεατές του, οι οποίοι μπορούν να απολαύσουν το θαλασσινό αεράκι, τα ποτά που κρύβει στο αμπάρι του, φυσικά και την ταινία, πάνω σε μια οθόνη που κυμάτιζε ελαφρώς, θολώνοντας τις εικόνες.

Οκ, μιλάμε για το 1925, ουδείς ασχολείται με την υψηλή ευκρίνεια -ενίοτε ούτε την ταινία, εφόσον υπάρχει μπάτης και γρανίτα.

Το «Κουρσάλ» σφράγισε μια εποχή, παρά το σύντομο χρονικό διάστημα της λειτουργίας του. Άφησε πίσω του αναμνήσεις και θρύλους, κι ας χαρακτηρίστηκε από δημοσιεύματα της εποχής ως «εξάμβλωμα» και ως «παρδαλή μαούνα».

Όπως αναφέρει ο κ. Θεοδοσίου στην έρευνά του, σχεδόν το σύνολο των διανοούμενων της εποχής «αν και παρακολουθούσαν κινηματογράφο θεωρούσαν την τέχνη του κινηματογράφου σαν κάτι το κατώτερο». Ως εκ τούτου ένα πλωτό σινεμά, με ένα αμπάρι γεμάτο μπύρες και «εκλεκτά ποτά» δεν ταίριαζε στην αισθητική τους.

Το «Κουρσάλ» έκλεισε στο τέλος του καλοκαιριού και σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «Μακεδονία», θα μεταφερόταν στην Παλαιστίνη για να χρησιμεύσει ως πλωτή σχολή Δοκίμων.

Πλατεία Αριστοτέλους: Το Μπρόντγουεϊ της Θεσσαλονίκης

Στην Κατοχή οι κινηματογράφοι δεν έκλεισαν ούτε το χειμώνα, ούτε το καλοκαίρι κι από τη δεκαετία του ‘50 οι θερινοί ξεκίνησαν να μπαίνουν στην περίοδο της μεγάλης ακμής τους. Πέντε θερινά σινεμά γύρω από την πλατεία Αριστοτέλους της δίνουν σύντομα το παρατσούκλι του «Μπρόντγουεϊ της Θεσσαλονίκης»!

Τα μοσχοβολιστά και γεμάτα λουλούδια θερινά δίνουν στην πλατεία χρώμα, φώτα και ζωή. Γύρω τους ανοίγουν σουβλατζίδικα, καφέ και ζαχαροπλαστεία, ενώ παράλληλα συρρέουν πλανόδιοι με σπόρια, λουκουμάδες και γρανίτες, δημιουργώντας μια γιορτή που κρατά για όλο το καλοκαίρι.

Σε όλη την πόλη, σε όλες τις γειτονιές λειτουργούν θερινοί κινηματογράφοι, άλλοι σε κήπους, άλλοι σε ταράτσες, άλλοι σε αίθουσες με συρόμενη στέγη, άλλοι απλώς σε άδεια οικόπεδα.

θερινόψ
Instagram/Cine_Apollon

Στη δεκαετία του ‘60, η Θεσσαλονίκη μετρά πια πάνω από 150 θερινούς κινηματογράφους. Οι ταινίες δεν είναι πρώτης προβολής, αλλά μικρή σημασία έχει.

Το κοινό έχει πλέον μυηθεί στον θαυμαστό κόσμο της έβδομης τέχνης, ταξιδεύει στους κόσμους δημιουργών όπως ο Μπουνιουέλ, ο Φελίνι, ο Τριφό και ο Κακογιάννης, έχει χτίσει μια τόσο στενή σχέση με το σινεμά που - καθόλου τυχαία- τον Σεπτέμβριο του 1960 ιδρύεται το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, τότε ως «1η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου».

Η ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, η μαγεία των θερινών της πόλης, με τις πάνινες ή ψάθινες καρέκλες, τις λουλουδιασμένες ζαρντινιέρες, το θόρυβο από τα γύρω μπαλκόνια και την αύρα του Θερμαϊκού, έχει παίξει το δικό της ρόλο σε αυτό το «δέσιμο».

Η πτώση και η συρρίκνωση

Όπως και στην Αθήνα, η πτώση των θερινών ξεκινά από τη δεκαετία του ‘70-’80, όταν μπαίνει στα σπίτια η τηλεόραση.

Η νοσταλγία για μια ολόκληρη εποχή που φεύγει αποτυπώνεται στον τραγούδι - ύμνο των θερινών, που κυκλοφορεί ο Λουκιανός Κηλαηδόνης το 1978: «Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι, μες στα θερινά τα σινεμά, νύχτες που περνούν, που δεν θα ξαναρθούν, με αγιόκλημα και γιασεμιά….»

Στη Θεσσαλονίκη σήμερα λειτουργούν μόνο δύο από τους παλιούς θερινούς κινηματογράφους, που πρόλαβαν τις εποχές της ακμής, της ζεστασιάς, των θεατών που έμεναν στις θέσεις τους ακόμα και σε αιφνίδιες μπόρες, αποφασισμένοι να φτάσουν στο «The end».

Ο παλαιότερος -άνοιξε το 1967- είναι το Σινέ Άλεξ, ένα γνήσιο «παιδί του κέντρου» με πολυθρόνες σκηνοθέτη, διθέσια καναπεδάκια, χαλίκι, φημισμένο χοντ ντογκ και ταινίες πρώτης προβολής σε συνδυασμό με τη νοσταλγική ατμόσφαιρα παλιών εποχών.

Λίγο μεταγενέστερο είναι το καταπράσινο «Ναταλί» στη Νέα Παραλία, που λειτουργεί συνεχώς από το 1970, με μεγάλο ατού τη δροσιά της θαλασσινής αύρας.

Και τα δύο έχουν χαρακτηριστεί από το 1999 Μνημεία Νεότερου Πολιτισμού, οπότε προστατεύονται από τις σχετικές διατάξεις.

Τα θερινά που λειτουργούν στην πόλη σήμερα είναι μόλις οκτώ (Άλεξ, Ελληνίς, Αύρα, Απόλλων, Σινέ Πανόραμα, Cineplexx One Salonica, Ναταλί, Σινέ Πυλαία), ενώ προβολές ξεκινούν και κάποια Δημοτικά θερινά (όπως το Σινέ Άλσος, το Σινέ Παράδεισος και ο θερινός Τζένη Καρέζη).

Σε αυτά μπορεί να προστεθεί και το Σινεμά με Θέα στο Μέγαρο Μουσικής, το οποίο εδώ και μια δεκαετία προσκαλεί το κοινό των σινεφίλ στην ταράτσα του Μεγάρου, σε προβολές επιλεγμένων ταινιών και ντοκιμαντέρ σε συνδυασμό με την απόλυτη θέα στην πόλη και τον Θερμαϊκό...

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA